- αερσίνους
- ἀερσίνους, -ουν (ασυναίρ. -νοος, -ον) (Α)1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + νοῦς].
Dictionary of Greek. 2013.